εξαναριθμώ

εξαναριθμώ
(Α ἐξαναριθμῶ, -έω)
νεοελλ.
(για γεγονότα, ενδεχόμενα αποτελέσματα κ.λπ.) εκθέτω πάλι με τη σειρά, αναφέρω
αρχ.
1. ξαναμετρώ, επαναλαμβάνω επιμελώς την αρίθμηση
2. ξαναλογαριάζω καλά, ξανακάνω ακριβώς τον λογαριασμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”